Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

The origin (2ο μέρος)

Παρόλ'αυτά, δε με χάλαγαν και πολύ αυτά, ίσως επειδή δεν επηρέασαν τη ζωή μου τόσο πολύ όσο ένα άλλο ζευγάρι του οικογενειακού μου δενδρυλλίου, το οποίο δεν υπήρξε ευτυχισμένο, αλλά και απ' το οποίο εξαρτάται η ύπαρξή μου: οι γονείς μου.

Σχεδόν όλες οι πηγές μου συμφωνούν σ' ένα πράγμα: ο πατήρ μου ήταν σφοδρά ερωτοχτυπημένος με τη μήτηρ μου και αυτός είχε δείξει από την αρχή το όλο ενδιαφέρον για κείνη. Η μόνη αντίθετη πηγή είναι η ίδια η μήτηρ μου, η οποία λέει άλλα αντι άλλων. Η μητέρα μου πιέστηκε πολύ για να παντρευτεί, διότι δεν ήταν ερωτευμένη με τον πατέρα. Αν και η ίδια θα το αρνιόταν, πιστεύω ότι με τον καιρό τον έχει αγαπήσει ως ένα κάποιο σημείο. Δυο παιδιά έχουν εξάλλου, μια ζωή μαζί είναι και η μητέρα δεν είναι σκληρόκαρδη. Απλά δεν παντρεύτηκε με τη θέληση της...Η μητέρα της(η γιαγιά μου δηλαδή) ήθελε πολύ τον πατήρ μου για γαμπρό και την έβριζε για να τον πάρει. Μάλιστα, την έβριζε. Ο πατήρ μου πάλι, όπως λένε, είχε πολλές θαυμάστριες και ήταν ωραίος (κάτι για το οποίο έχω τις αμφιβολίες μου, μιας και του μοιάζω, αλλά θαυμαστές δε βλέπω). Ωστόσο, εκείνος ήθελε πολύ τη μαμά. Κι έτσι, μετά από ντράβαλα, προβλήματα με το σόι και διάφορα άλλα, παντρεύτηκαν

Πρώτα έκαναν εμένα. Στην αρχή φαινόντουσαν εντάξει ζευγάρι και έδειχναν ενωμένοι με το μικρό παιδάκι τους. Έτσι έβλεπα εγώ τουλάχιστον. Ή έτσι θυμάμαι. Ή έτσι πιστεύω ότι έβλεπαν οι άλλοι. Οι σκοτωμοί και οι φωνές άρχισαν να πέφτουν όταν η μαμά άρχισε να δουλεύει στο νοσοκομείο και το σπίτι δεν ήταν πάντα στην εντέλεια. Τότε θαρρώ άρχισαν και οι δικές μου...αγγαρείες.

Το κύριο παράπονο μου θα είναι πάντα ένα: ο μπαμπάς, αν και δεν είχε κακή πρόθεση για τίποτα, ούτε όταν διέταζε, ούτε όταν σ' έβαζε να κάνεις δουλειές, τα έκανε όλα με πολύ άγριο και απότομο τρόπο και πάντα με νεύρα, πολλά νεύρα. Δυστυχώς για κείνον, εγώ ήμουν ήσυχο κι αργόσχολο παιδί και δε σκάμπαζα από δουλειές. Έμοιασα στη μαμά στα πρώτα φαίνεται. Εκείνη σπάνια θα μου φώναζε, έως ότου εκεί, κάπου στα δώδεκα, γεννήθηκε η αδελφή μου.

Η καινούρια ζωούλα έφερε μεγάλη αλλαγή στο σπίτι μας. Τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να γίνονται χειρότερα. Η μητέρα κουραζόταν, δεν έκανε όλες τις δουλειές, ο πατέρας ήταν ακατάστατος και αντί να διατηρεί το σπίτι καθαρό, το διέλυε. Και μετά έφταιγα εγώ που δε βοήθαγα και βαριόμουνα τις δουλειές. Μα αλήθεια, είναι στο χαρακτήρα μου να βαριέμαι τις δουλειές του σπιτιού και αν και μάλλον φταίω εγώ γι' αυτό (εκτός από τ' ότι γεννήθηκα!), ήμουν αργόσχολη και ήρεμη στις κινήσεις μου. Ήμουν. Όσο πέρναγε ο καιρός, το μωρό μεγάλωνε. Όταν πάθαινε κάτι, έβηχε ή αρρώσταινε, στο σπίτι γινόταν χαμός. Φωνές, απειλές, σκοτωμός. Επειδή εμείς φταίγαμε που δεν προσέχαμε καλά το παιδί. Μας απευθυνόταν πάντα στο "εσείς", δηλαδή εμένα και τη μαμά. Ήμασταν στο ίδιο σακούλι πάντα.


Κι όλα αυτά γίνονταν και τα αναφέρω, επειδή ο πατέρας ξεσπούσε σε μένα για όλα όσα ένιωθε για τη μαμά, όπως νεύρα, θυμό και τόσα άλλα. Καυγάδιζαν συνέχεια μεταξύ τους, αλλά καμιά σχέση με τις σκηνές που γίνονταν μπροστά μου και σ' αυτά που αντιμετώπιζα εγώ όταν έμενα μόνη με το μπαμπά. Βρισιές, δουλειές και ξεφτίλα. Κι όλα αυτά επειδή ο πατήρ ήξερε πως η μαμά αδιαφορούσε για ό,τι της έλεγε εκείνος και για να την επηρεάσει, ό,τι ήθελε να της ..."πει", το "έλεγε" σε μένα. Ξεσπούσε πάνω της με το χειρότερο τρόπο, πληγώνοντάς την αλλιώς. Κι αυτό γιατί ήθελε συνέχεια την προσοχή της, γιατί η μαμά πρόσεχε πιο πολύ τα παιδιά της, παρά εκείνον και τα του οίκου. Κι αυτός ήθελε τόσο πολύ την προσοχή της, που πιθανόν να ζήλευε και τα ίδια του τα παιδιά. Δε γελιέμαι.

Παρόλ' αυτά χέρι δε σήκωνε ποτέ πάνω της ή... μπροστά της. Τη σεβόταν σ' αυτό το σημείο ο πατήρ μου, αλλά ο σεβασμός του αυτός σε άλλα θέματα ήταν ελεινός.Όποτε είχε τα νεύρα του, έλεγε από δω κι από κει το ότι η μαμά παραμελούσε το σπίτι. Κι αυτό ήταν ψέμα. Απλά το σπίτι μας ποτέ δεν ήταν στην εντέλεια. Και ποτέ δε κατάλαβα γιατί θα πρεπε να είναι.

Οι καυγάδες αυτοί πήγαιναν κι έρχονταν. Είτε το πρόβλημα ήταν το ότι είχαμε ξεμείνει σαββατιάτικα από αλάτι και δε το χαμε πάρει χαμπάρι, είτε το ότι δεν υπήρχε αμοιβαίος έρωτας (ή ό,τι άλλο αμοιβαίο έχει ένα ζευγάρι) ή η ήρεμη φύση της μαμάς ερχόταν σε αντίθεση με τη νευρική και υπερκινητική φύση του πατρός ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Το αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η μέρα που ο μπαμπάς μάζεψε τα πράγματά του και πήγε να κοιμηθεί στην αποθήκη. Τότε οι γονείς άρχισαν να μιλάνε για διαζύγιο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά, αν θυμάμαι καλά. Παιδάκι του δημοτικού ήμουν ακόμα, όταν ένα βράδυ τη μέρα των γενεθλίων μου, πάλι τσακώθηκαν οι γονείς μου (πρέπει να ξύπνησα από καμιά ντουζίνα πιάτα που έσπασαν) και τους άκουγα που μίλαγαν για διαζύγια. Μπροστά μου σε κάποια φάση. Η αδελφή δεν υπήρχε τότε.

Ώρες ώρες σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, εάν οι δικοί μου έπαιρναν το διαζύγιο τότε. Το μόνο μεγάλο δώρο που μου έκαναν μετά τη ζωή μου, ήταν η ζωή της αδελφής μου. Τους είμαι ευγνώμων γι' αυτό. Θα τους ήμουν βέβαια λίγο περισσότερο ευγνώμων εάν περιόριζαν τα καυγαδάκια τους που και που. Σε κάνει να νιώθεις λιγότερο ένοχος μερικές φορές. Και ο πόνος ελαχιστοποιείται. Αυτά ένιωθα εγώ. Μόνη. Η αδελφή ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει.

Παρόλ' αυτά οι δικοί μου δε χώρισαν. Ο λόγος; Μια πολύ συγκινητική φρασούλα του πατρός στη μητέρα μου. "Μπορεί να είσαι βρωμιάρα, αλλά σ' αγαπώ". Το ξέρω. Τέτοια πράγματα δε γράφονται για να διαβάζονται. Αλλά πώς μπορούν να λέγονται τότε; Ακόμη δεν κατάλαβα...

Ως τώρα λοιπόν, οι δικοί μου είναι μαζί, ζευγάρι, οικογένεια. Είναι ένας έγγαμος βίος που αν και με πολλά σκαμπανεβάσματα, υπήρξε συνεχής. Παρά τα νεύρα και τους καυγάδες διατηρήθηκε. Ελπίζω για καλό. Της αδελφής μου πάντα. Εγώ είμαι πια μεγάλη κι έχω δει πολλά καλά...

Αλλά κι αυτό εδώ που γράφω για καλό το κάνω. Μπας και σπάσω μια.."κατάρα". Την "κατάρα" του οικογενειακού μου δενδρυλλίου. Όχι τίποτ'άλλο, αλλά πέραν των όσων έχω ακούσει και δει στον οικογενειακό μου βίο μέχρι τώρα κι ακόμη πιο πέραν του πως με έχουν επηρεάσει όλ' αυτά, πολλές φορές όντας ηλίθιος άνθρωπος που σκέφτεται πολλά άχρηστα (και πάνω απ' όλα αμπελοφιλοσοφεί), με πονάει το να ξέρω ότι προήλθα από μια σειρά άτυχων και δυστυχισμένων συνευρέσεων υπό την λευκή ταμπελίτσα του γάμου. Κι ακόμα περισσότερο με πονάει το άγνωστο, αυτό που δεν έχει έρθει. Διότι κανείς δε μου υπόσχεται ότι θα πραγματοποιηθεί για μένα ένα απ' τα όνειρα κάθε νέου ανθρώπου, να γνωρίσει τον έρωτα και να παραμείνει μ' αυτόν ως τα γεράματα, να τον ζει. Ναι, θα πονέσει αυτό, εάν δε γίνει. Αλλά ακόμα περισσότερο θα μ' εκνευρίσει το να γίνω η συνέχεια άλλου ενός τυχαίου γάμου, μιας τυχαίας συνεύρεσης, μιας τυχαίας ζωής. Δεν αμφισβητώ την τύχη ή το τυχαίο. Απλά με πονάει το μάταιο. Γιατί πότε ήταν το μάταιο πηγή ευτυχίας;;

Αυτά για τις ρίζες μου. Αυτά για τον εαυτούλη μου. Και ελπίζω να είναι από τα ελάχιστα που θα διαβαστούν. Δε θέλω να είμαι αχάριστη με τη ζωή που μου δόθηκε, αλλά ώρες ώρες πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να μην είχα γεννηθεί καθόλου. Για να μπορούσαν οι δικοί μου να είναι με κάποιον άλλο σύντροφο, ευτυχισμένοι. Ίσως. Αλλά αυτό δε γίνεται...μάλλον επειδή γεννήθηκα ήδη. Όχι από έρωτα, αλλά έστω υπήρξα. Κι ελπίζω ν' αποδειχτεί ότι η ύπαρξή μου δεν είναι τόσο μάταια...



Το κείμενο γράφτηκε έχοντας υπ' όψιν τη γνώση και το μεγάλο ενδιαφέρον των γονέων μου για τα κείμενά μου, τα οποία μάλλον δεν πρόκειται να διαβάσουν ποτέ.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

The origin (μέρος 1ο)

Θα μπορούσα ν' αρχίσω την αφήγησή μου με το κλασσικό ερώτημα που κατα καιρούς απασχολεί τους ανθρώπους που... αμπελοφιλοσοφούν. Γιατί γεννήθηκα; Γιατί στο καλό γεννήθηκα; Δε θ' απαντήσω. Όχι επειδή δε βρίσκω απάντηση, αλλά επειδή και να βρισκα, δε νομίζω να υπήρχε καμιά διαφορά. Εξάλλου, δε νομίζω οτι η απάντηση θα μπορούσε να μου δώσει λύσεις. Απλά γεννήθηκα. Για να τυρρανάω και να τυρρανιέμαι...





Δεν υπήρξα καρπός του έρωτα, ούτε παιδί ευτυχισμένου γάμου. Απ' ότι φαίνεται, απλά υπήρξα. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Πρώην Σοβιετική Ένωση, εκεί όπου γεννήθηκαν, έζησαν και μεγάλωσαν ως βλαστάρια Ποντίων Προσφύγων. Εκεί ενσωματώθηκαν στο μπούγιο των ντόπιων, αν και πάντα υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή χρώμματος γαλάζιου ανάμεσά τους. Και οι παππούδες μου εκεί γνωρίστηκαν, έζησαν κι έκαναν παιδιά, συνέχισαν τη ζωή τους όπως τους την παρέδωσαν οι δικοί τους γονείς, οι πρόφυγες που στάλθηκαν στην Ασία απο τον Στάλιν, επειδή (και καλά) είχαν Ελληνικά διαβατήρια. Ή ίσως για κάποιον άλλο λόγο, τον οποίο ντροπή μου που δεν γνωρίζω. Αυτή τη στιγμή όμως, άλλο θέλω να ...ιστορίσω ως εκεί που πραγματικά ξέρω, αρχίζοντας απο τους παππούδες μου.

Οι γονείς τους πατέρα μου γνωρίστηκαν αρχικά ως κουνιάδοι. Η γιαγιά ήταν στο επάγγελμα μαθηματικός, απόφοιτη πανεπιστημείου παρακαλώ και απ' όσο ξέρω ήταν λογοδοσμένη με τον αδελφό του παππού μου, ο οποίος αργότερα πέθανε. Ο χαμός του παιδιού ήταν μεγάλος, αλλά το ίδιο και της νύφης απ' ότι φαίνεται. Έτσι, μετά απο προτροπή και θέληση της μητέρας του ο παππούς μου δέχτηκε να παντρευτεί την πρώην μέλλουσα κουνιάδα του, η οποία πλέον θα λεγόταν μέλλουσα γυναίκα του. Κι έτσι έγινε.

Λέγεται οτι οι παππούδες μου ήταν πολύ δημοφιλείς στην πόλη τους. Είχαν ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και πολλά κατοικίδια ζωάκια, όπου δέχονταν τους φίλους τους (φίλους του παππού δηλαδή) και μαζί έκαναν δυο παιδιά, τον πατέρα μου και την αδελφή του. Ναι, οι παπούδες μου είχαν ένα "καλό" όνομα στην κοινωνία (λόγω του επαγγέλματος της γιαγιάς of course), αλλά αμφιβάλλω εαν ο γάμος τους υπήρξε έστω και λίγο ευτυχισμένος. Η γιαγιά αγαπούσε τον παππού λένε, εκείνος όχι. Δε τη σεβόταν, δε της φερόταν καλά (δε γνωρίζω αν στο σπίτι έπαιζαν ξύλο, αλλά χτυπήματα στον τοίχο της αυλής έπεφταν σίγουρα), αδιαφορούσε για κείνη, δε τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού ή έστω στις αντρικές δουλειές και πάνω απ' όλα δεν της έδειχνε κανένα ενδιαφέρον, ούτε ως γυναίκα, ούτε ως γυναίκα του. Η γιαγιά βέβαια, επειδή οι εποχές ήταν τέτοιες, δεν ύψωνε φωνή, ούτε επικοινωνούσε μαζί του σαν άνθρωπος. Αυτό που έκανε όμως ήταν να τον ζηλεύει για τα πάντα. Κι έτσι έζησαν τη ζωή τους μέσα στο δήθεν και την καταπίεση. Έτσι μεγάλωσε και ο πατέρας μου, ο οποίος δασκαλεύτηκε απο τη γιαγιά να κάνει όλες τις βαριές δουλειές του σπιτιού και του κήπου, δουλειές που θα πρεπε να κάνει ο παππούς. Και δε νομίζω να του έδειξαν την παραμικρή εκτίμηση γι' αυτό. Ίσα ίσα, ζώντας σ' ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, ο πατέρας μου μάλλον έζησε σκληρά τα παιδικά του χρόνια και κρίνοντας απο τον τρόπο που με μεγάλωσε και μου φερόταν εμένα απο μικρή, πιστεύω οτι όχι μόνο δεν αναπτύχθηκε συναισθηματικά, αλλά ούτε γνώρισε οικογενειακή θαλπωρή και αγάπη στη δική του οικογένεια. Δυστυχώς αυτά τα συμπεράσματα έχω βγάλει για τον πατέρα μου. Όσο για τη μάνα του, τη γιαγιά; Γύρω στα δεκαεφτά κι ενώ είχα ακόμη την ιδέα του αγνού και αγαθού στο μυαλό μου, σοκαρίστηκα όταν έμαθα οτι ο παππούς μου απατούσε κανονικότατα και με το νόμο τη γιαγιά, ενώ όλοι το γνώριζαν. Αυτός ο κατα τα άλλα αυστηρός και όλος άξιος παραδείγματος και σεβασμού παλιόγερος φόραγε κέρατο στη γυναίκα του. Ο παππούς μου. Νομίζω οτι είναι ξεκάθαρο το οτι αυτός ο γάμος δεν υπήρξε ευτυχισμένος. Κι αν ακόμη αμφιβάλλει κανείς, ας έρθει καμιά μέρα απο δω ν' ακούσει τα βρισίδια που κοπανάει η γιαγιά στον παππού πίσω απο την πλάτη του.

Οι γονείς της μητέρας μου πάλι, δεν είχαν καθόλου καλύτερη σχέση. Ο άλλος παππούς και η γιαγιά παντρεύτηκαν, επειδή άρεσαν στην αρχή ο ένας στον άλλο. Αργότερα έγιναν όλα.... να μην πω πως. Η γιαγιά αυτή, απ' την οποία πήρα και το όνομά μου, βρίζει συχνά τον άντρα της, επειδή λέει οτι έπινε. Η μητέρα μου λέει οτι οι γονείς της καυγάδιζαν τόσο πολύ και τόσο δυνατά, χωρίς ίχνος ντροπής που ακούγονταν σε όλο το στενό. Τούτοι εδώ οι άνθρωποι πιστεύω οτι δεν τα βρήκαν, διότι ήταν πολύ διαφορετικοί. Η γιαγιά μου, όπως την ξέρω είναι άνθρωπος έξω καρδιά και πηγαίνει απο δω κι απο κει όλη την ώρα. Η κοινωνικότητά της δεν έχει όρια. Ο παππούς λένε οτι ήταν μυστήριος και κλειστός τύπος, δεν του άρεσαν οι επισκέψεις και γενικά δεν ήταν των κοινωνικών σχέσεων όπως η γιαγιά. Εδώ οι φουσκωμένες πληροφορίες λείπουν, διότι λείπει και η ίδια η παρουσία του παππού. Δε τον γνώρισα ποτέ και δε μου μιλάνε συχνά για κείνον. Κι πλέον δεν ασχολούμαι και πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι οτι απο τις ιστορίσεις της ίδιας της γιαγιάς, αλλά και κοντινών προσώπων, έβγαλα το συμπέρασμα οτι ούτε αυτός ο γάμος υπήρξε ευτυχισμένος.