Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ποτ πουρί με μωβ και μαύρο 1

Δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς αυτό. Σε τι έφταιξα; Γιατί δε μου λένε; Είναι πολύ επώδυνο συναίσθημα να νιώθεις συνέχεια οτι κάνεις λάθος. Οτι δεν υπάρχει τίποτα σωστό στον εαυτό σου και σε ό,τι είναι δικό σου. Ούτε σε ό,τι γράφεις, ούτε σε ό,τι κάνεις, ούτε σε ό,τι λες. Οι δουλειές του σπιτιού, ας πούμε, τις οποίες κάνω απο μικρή για να βοηθήσω τους δικούς μου -ή για να ξεθυμαίνει ο πατέρας μου βλέποντας κάποιον να τρέχει και να γίνεται νευρικός σαν αυτόν- τις διορθώνουν ακόμα. Πώς σκουπίζεις έτσι;.... Πώς σφουγγαρίζεις έτσι;..Πώς είναι έτσι οι ντουλάπες σου;...

Σ' αυτά που λέω πάλι, ακόμη κι αν λέω κάτι απο αθωότητα ή απο σκόπιμο, βλακώδες χιούμορ με το οποίο γελάει λίγο το χειλάκι μου, πάλι κάποιος θα βρει κάτι λάθος. Κι εγώ άντε να προσπαθώ να απολογηθώ. Δε το'χα σκεφτεί το θέμα...ή το άλλο το είπα καθαρά απο χιούμορ, μη το παίρνετε στα σοβαρά, δεν το εννοούσα...Σκατά μελάτα όλα. Ακόμη κι όταν -ξέροντας το πόσο τεμπέλα είμαι τελευταία, το πόσο κλαψιάρα αποδεικνύομαι για το τίποτα και το πόσο στον κόσμο μου μπορώ να χωθώ, όταν βλέπω κάτι αρνητικό στον πλανήτη γη- προσπαθώ να κάνω κάτι απλό ή κάτι για μένα χωρίς να δυσαρεστήσω κανέναν, πάλι όμως θα βρεθεί κάτι που θα με προσγειώσει στην κόλαση. Τη δική μου κόλαση.

Φυσικά, υπάρχουν πολλών ειδών κολάσεις και ο καθένας έχοντας τη δική του, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο επώδυνη απο την κόλαση κάποιου άλλου. Η κόλαση κάποιου, ας πούμε, μπορεί να είναι η πείνα, η δική μου η αποδοκιμασία των άλλων. Συγκρίνοντας αυτά τα δύο, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, βρίσκουμε οτι η μία κόλαση είναι βιοποριστική ανάγκη, είναι καθαρά θέμα επιβίωσης, θέμα ζωής. Η δική μου περιορίζεται στο θέμα της διάθεσης και της ψυχοσύνθεσης μου. Συμπερένω, λοιπόν, οτι η πρώτη "κόλαση" είναι πολύ χειρότερη απο τη δική μου, διότι εδώ κινδυνεύει η ζωή, το υπέρτατο αγαθό. Εκ πρώτης όψεως πάντα.

Κι οι δυο περιπτώσεις είναι κόλαση για το άτομο και η κόλαση του καθενός γι' αυτόν τον ίδιο δεν έχει ούτε μέτρο σύγκρισης, ούτε απαλύνεται μ' αυτήν. Το να ξέρω εγώ οτι στενοχωριέμαι επειδή μου φώναξαν οι δικοί μου για τις δουλειές, ενώ μια άλλη κοπέλα της ηλικίας μου πεινάει και τρώει φαγητό, ίσως και μια φορά τη βδομάδα, δεν απαλύνει τη δική μου στενοχώρια, ούτε αποτελεί παρηγοριά. Ίσα ίσα αισθάνομαι ντροπή, αισθάνομαι ασχήμια που δεν μπορώ να ευτυχίσω με πράγματα που ίσως και να ανακούφιζαν κάποιον άλλο. Άλλες φορές πάλι, πιστεύω οτι για όποιο λόγο και να γεννήθηκα σε αυτή την κατάσταση, μ' αυτόν τον περίγυρο και -ακόμη χειρότερα- μ' αυτόν τον εαυτό, θα έπρεπε απλά να είμαι ευγνώμων γι' αυτό και τίποτε άλλο. Αυτός που ανέλαβε τη δημιουργία όλων θα κρίνει.


Θα κρίνει....το πως αντιμετώπισε ο καθένας τη δική του κόλαση. Θα κρίνει και ποιό είναι το σωστό και το λάθος στην πραγματικότητα, αν αυτό υπάρχει. Θα τη γνωρίσουμε όμως, κάποια στιγμή την αλήθεια, έτσι; Ω, αυτό το πιστεύω πολύ.

Μα γιατί άρχισα να γράφω και πού ήθελα να καταλήξω; Μάλλον δε θα μάθω ποτέ. Απλά ήθελα να ξεσπάσω. Κι όμως, δε μ' αρέσει να μεταχειρίζομαι τα φύλλα μου έτσι.

Καληνύχτα.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Black clothes, black hearts

Πολλοί με ρωτάνε, γιατί φοράω μαύρα ρούχα, ίσα ίσα για να θρέψουν την προσωρινή περιέργιά τους υπο το πέπλο του δήθεν ενδιαφέροντος αρχικά, για να μου ξεφουρνίσουν "μαλακά" οτι το μαύρο δε μου πάει ύστερα. Κι εγώ, χωρίς να έχω σκεφτεί τίποτα, ούτε καν με τι μυαλό και ψυχολογία με ρώτησαν, απαντώ: "Φοράω μαύρα ρούχα απο αντίδραση στον εαυτό μου. Βλέπετε, νιώθω πολύ λευκή εσωτερικά, πολύ άσπρη....πολύ παστρικιά! Μα όχι....όχι απο καθαρότητα κι αγνότητα....ούτε καν απο την αθωότητα της ηλικίας μου. Υπάρχει κάτι άλλο εδώ, κάτι πιο παράξενο...ένα μυστήριο ίσως...ένας χώρος που δε γεμίζει....να...σαν ένα καινούριο σπίτι με ολόλευκους, φρεσκοβαμμένους τοίχους που χαραμίζεται μίζερο και ακατοίκιτο καιρό τώρα...σαν τον καμβά που γυρεύει τα δικά του χρώματα...σαν την ψυχή που αναζητά τον ολόδικό της έρωτα"

Κι έρχεται η ώρα που με ξαναρωτούν, μα στ' αλήθεια αυτή τη φορά και όχι στη φαντασία μου. Το είχα προβλέψει οτι θα το ρωτούσαν πάντως. Λίγα σχόλια για το πόσο λευκή είμαι...και για το οτι είμαι νέα...και χρειάζομαι χρώματα...και οτι το μαύρο με την αντίθεση του δέρματος μου δε μου πάει...Και γω δεν απαντάω...δεν ξέρω γιατί..γιατί να αρχίζω αερολογίες που δεν ωφελούν κανέναν; Ποιός νοιάζεται για την ψυχολόγιση του δικού μου εγώ; Μόνον εγώ..και για μένα πρέπει να κρατάω κάτι τέτοιες ομιλίες(ή τέτοιες κλάψες). Να...για να έχω να λέω οτι υπήρξα καλή σε κάτι. Στο μελό και στις αερολογίες.

Γαμώτο, ξαναρωτούν.

"Γιατί φοράω μαύρα; Μα δε φοράω μόνο μαύρα...ειδικά το καλοκαίρι θα το διαπιστώσετε αυτό. Μέχρι και κίτρινο φοράω. Α, λατρεύετε το κίτρινο; Εγώ πάλι το μισώ. Ναι, κυρία μου!"


Και μπλα μπλα μπλα...

Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Pain

Πρόσφατα έτυχε να δω μια ταινία. Λέω έτυχε, γιατί πολλές φορές έχω πάρει ταινίες απο το dvdclub και ενώ αρχικά έχω όλη την όρεξη και τη διάθεση να τις δω, καταλήγω τη μέρα που πρέπει να τις παραδώσω να ψάχνω έστω δυο ωρίτσες για να δω τη μια ταινία. Οι υπόλοιπες ή επιστρέφονται άθικτες ή πάνε για παράταση ημιχρόνου. Δηλαδή άλλο ένα ευρώ τη μέρα. Με βρήκατε! Είμαι απ' αυτούς που πλουτίζουν τα dvdclubs!


Σήμερα λοιπόν, έχω να επιστρέψω μια ταινία ημέρας, την οποία εγώ κρατάω μια βδομάδα. Δεκα ευρώ πάει, μη το ψάχντετε. Και αυτά τα λεφτά δεν είναι καν δικά μου. Ξέρω, ξέρω, είμαι ένα κάθαρμα. Δε θα ασχοληθώ όμως σήμερα μ' αυτό. Θέλω να σας μιλήσω για την ταινία που μου κόστισε το 10ευρω.


Το "λουλούδι της ερήμου" είναι μια ταινία που όσο ψυχοπλακωτική και βαρετή κι αν σας φανεί, αξίζει να τη δείτε. Αρχίζει με την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού απο τη Σομαλία που έφυγε μόνο του απο το σπίτι και κατέληξε στο Λονδίνο παλεύοντας για την επιβίωση του. Περιγράφει στο ενδιάμεσο την ιστορία μιας κοπελίτσας που απο άστεγη αλλοδαπή, ανερχόταν σιγά σιγά σε τοπ μόντελ. Τέλος, η αυλαία πέφτει με μια απο τις πιο συγκινιτικές και πιο φρικαλέες σκηνές που έχω δει σε ταινία. Αναφέρομαι στις σκηνές που το διάσημο πλέον τοπ μόντελ Γουόρις Ντίρι περιέγραφε για πρώτη φορά τη μέρα που της άλλαξε η ζωή.Στην ταινία ήταν τριών χρονών (στην πραγματικότητα πέντε) και υπέστη κλειτοριδεκτομή. Τη γυναικεία περιτομή. Η ταινία τελειώνει με μια ομιλία που είτε αποτελούν λόγια της ίδιας, είτε όχι, συγκινούν. Στο τέλος αναφέρονται κάποια στατιστικά στοιχεία, εκ των οποίων τα 16.000.000 κορίτσια στον κόσμο που υποστούν κάθε χρόνο κλειτοριδεκτομή. Συνεπώς 6.000 μικρά κορίτσια (σύμφωνα με την ταινία, αυτό το θυμάμαι) κάνουν κλειτοριδεκτομή κάθε μέρα.


Την ακριβής διαδικασία δεν τη γνώριζα ούτε εγώ. Μάλιστα, απορούσα γιατί μετά οι κοπέλες δε μπορούσαν να κάνουν έρωτα. Η ακριβής περιγραφή της πράξης είναι η εξής:αποκοπή των χειλών του αιδοίου και έπειτα η ραφή αυτών και του κόλπου. Έτσι έπρεπε να είναι τα κορίτσια μέχρι την ηλικία του γάμου τους. Τότε ο σύζυγος με ένα μαχαίρι ή λεπίδι έκοβε τα "δεσμά" της παρθενιάς και αγνότητας της γυναίκας του, πριν προχωρήσει στη διαδικασία της αναπαραγωγής. Διότι μόνο αυτό είναι μια τέτοια πράξη.


Σκεπτόμενη λοιπόν τον αριθμό 6.000, έρχεται στο μυαλό μου η σκηνή όπου η τρίχρονη Γουόρις ήταν χαρούμενη με τη μαμά της, όταν ήρθε εκείνη η γυναίκα....και μετά...το θέαμα της μικρής λεπίδας....τα κλάματα της μικρούλας όταν την έσκιζαν...και φαντάστηκα 6.000 τέτοια κλάματα μικρών παιδιών. Κάθε μέρα. Και πέρα απο Θεούς, πέρα απο ο,τιδήποτε, σαν μικρός άνθρωπος που είμαι, αναρωτήθηκα....πού πάει τόσος πόνος; πώς σκορπίζεται τόσο εύκολα; στη γη; στον αέρα; Πώς διαλύεται τόσο εύκολα απο τη μετέπειτα σιωπή; Για μια στιγμή προσπάθησα να σκεφτώ τον ήχο 6.000 φωνών ταυτόχρονα και πήγα να τρελαθώ.6.000 κοριτσάκια την ημέρα φωνάζουν για κάτι που στην ίδια την οικογένειά τους θεωρείται σωστό. Κάτι που σε μένα είναι φρικαλέο. Απάνθρωπο....


Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές στη ζωή μου,ποιός άνθρωπος μπορεί να πονάει και να υποφέρει την τάδε ώρα και στιγμή. Ποιός άρρωστος να δίνει μάχη με την ψυχολογία του και την αρρώστια του για να κρατηθεί στη ζωή....ποιό παιδί, ποιά γυναίκα, ποιός άνθρωπος να βιάζεται κρυφά...ποιός φονεύεται και αύριο θα τον δούμε στις ειδήσεις...ή δε θα τον δούμε και καθόλου...ποιός τρώει ξύλο άδικα...ποιανού του παίρνουν τα όργανά του....ποιός άντρας είναι φυλακισμένος σε παράνομη φυλακή και με ποιά ενοχή....σε ποιόν ασκείται ψυχολογική βία....ποιός φοβάται....ποιός για κάποιον, έστω δικό του ασήμαντο λόγο κλαίει τόσο πολύ που θέλει να πεθάνει...πώς πάει να γίνει ψυχικά άρρωστος κάποιος, ο οποιός θεωρείται νορμάλ;;;; Μα, όλα αυτά στην τελική είναι πράγματα για τα οποία αποφασίζουν άλλοι για το άτομο. Για το θύμα.Κάποιοι εκμεταλεύονται την άγνοια, άλλοι την αδυναμία, έχοντας συνείδηση ή μη την πράξη τους.

Εδώ όμως, υπάρχει κάτι άλλο. Υπάρχει κάτι περισσότερο. Μια αδικία. Μια τεράστια αδικία. Όχι, επειδή αυτά τα 6.000 προσωπάκια που τσιρίζουν είναι κοριτσάκια...όχι. Απλά, γιατί αυτά τα 6.000 κοριτσάκια θα θεωρούν στο μέλλον οτι αυτό που τους έκαναν είναι το αξιοπρεπές και σωστό για τη φύση τους. Είναι αδικία, γιατί όλη τους τη ζωή θα το υποφέρουν και μια μέρα θα το αποδεχτούν. Είναι αδικία, γιατί κάποια μέρα θα το κάνουν κι εκείνες στα κοριτσάκια τους. Θα κάθονται και θα κρατάνε δυνατά τα πόδια κάθε μικρούλας μέχρι να τελειώσει.... η δουλειά! Επειδή σύμφωνα με την οικογένεια, έτσι πρέπει. Για να διαφυλάξουν την αγνότητα και ό,τι άλλο απομένει σε μια γυναίκα που το υποστεί αυτό.

Απο την άλλη βέβαια, σε τέτοιες φυλές, κάθε γυναίκα που δεν έχει τη..."ραφή", τη διώχνουν και τη θεωρούν πόρνη. Απλά γιατί οι παραδόσεις και οι αντιλήψεις τους είναι άλλες....διαφορετικές.Υπάρχει τρόπος να σταματήσει αυτό; Ή να γίνει κάτι γι' αυτό πέρ' απο έναν γραπτό νόμο που να το απαγορεύει; Είναι που το κάνουν αυτό και σε μικρή ηλικία... Δεν ξέρω αν θα είχα ποτέ το κουράγιο να απαρνηθώ κάτι απο τις δικές μας παραδόσεις και τα δικά μας "πρέπει". Αν πχ θα αρνιόμουν να βαφτιστώ Χριστιανή ενώ όντως δε το ήθελα ή αν θα αρνιόμουν να βαφτίσω το παιδί μου Χριστιανό για να αποφασίσει μόνο του τι θα κάνει όταν μεγαλώσει, άσχετα με το αν η βάφτιση και η κάθε "βάφτιση" πονάει ή όχι. Απ' όποια πλευρά κι αν το πάρω, του γονιού ή του παιδιού, δε θα ξερα τι να απαντήσω. Σαν άνθρωποι που χωριζόμαστε σε ομάδες, έχουμε όλοι "πρέπει" (κοινωνία, παρέα, οικογένεια κλπ) Ακόμη και το κινητό που λείπει απο το παιδί μιας παρέας εφήβων είναι να το λυπάται η ψυχή σου. Είναι κατα κάποιο τρόπο ένα "πρέπει" . Βέβαια, εκεί πάμε στο θέμα των προτύπων και την ένταξη των ατόμων σε μια κοινωνική ομάδα κλπ. Είναι η κλειτοριδεκτομή κάτι τέτοιο; Τρόπος ένταξης μιας γυναίκας σε μια...φυλή;

Δεν ξέρω...για μένα είναι απο τα πιο φρικτά πράγματα που έχω συνειδητοποιήσει οτι κάπου, κάποτε, γίνονται. Για άλλους είναι ένα "πρέπει". Κι αυτό που σίγουρα ξέρω είναι οτι αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει τελείως. Ό,τι κι αν γίνει, 6.000 κοριτσάκια θα συνεχίσουν να τσιρίζουν. Τη μέρα. Κι εγώ δε μπορώ να κάνω πολλά για να τα σώσω. Και να έκανα κάτι δηλαδή (απλά για να νιώσω λιγότερο κάθαρμα), δε θα μπορούσα να τα σώσω όλα. Δεν οργίζομαι με τον εαυτό μου γι' αυτό. Ξέρω πως θα ήταν αδύνατο να πετύχω κάτι τέτοιο.

Πράξη μηδέν...σκόρπιες σκέψεις μόνο. Άρα μηδέν εις το σύνολο. Σε τι θα μου χρησίμευαν άραγε όλες αυτές οι σκέψεις; Μήπως μια σύγκριση με αυτές τις 6.000 φωνούλες; Για να λέω όταν με πιάνουν τα καταθλιπτικά μου και τα σε στυλ "πάω να φουντάρω" παιδιαρίσματά μου, οτι "υπάρχουν και χειρότερα.."; Μα τότε είναι που θα ήμουν ένα τέρας!! Αυτές τις μέρες δεν είμαι καλά... το ξέρω. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ο Παντελής δε με νοιάζεται και δε μ' αγαπά πια. Για να σταματήσω να πονάω που δε με παίρνει τηλέφωνο. Που δε θέλει να είμαι μαζί του. Που δεν τον νοιάζει αν τον αγαπώ ή όχι. Απέτυχα και στις παννελήνιες...και άλλα πολλά ψυχολογικά. Παρόλ' αυτά όμως, δε θα σύγκρινα τον εαυτό μου με ένα κοριτσάκι που υποστεί αυτό το πράγμα. Δε θα έδινα ανακούφιση, χαρά ή έστω παρηγοριά στον εαυτό μου, ξέροντας πως κάποιος εκεί έξω υποφέρει περισσότερο απο μένα. Όχι, δεν είμαι τέτοια ακόμα...κι ελπίζω να μη γίνω. Αλλά είναι αυτές οι φορές....όταν οι πράξεις είναι μηδέν και οι σκόρπιες σκέψεις πολλές που αναρωτιέμαι....αυτός ο συσσωρευμένος πόνος που δεν ακούγεται, δε βλέπεται και δε νιώθεται, ούτε καν στο ελάχιστο απο ανθρώπους που κατοικούν στον ίδιο κόσμο, θα επιστραφεί ποτέ σ' αυτούς που τον προκάλεσαν; Κι αν ο πόνος αυτός προκλήθηκε απο κάτι "ανώτερο" ή τυχαίο; Θα έρθει εκείνη η μέρα που θα κάνει μπαμ και σε μορφή σαπουνόφουσκας θα πάει στις καρδιές των ανθρώπων που τον ένιωσαν για να τις απαλύνει; Δε μιλάω για δικαιοσύνη....δεν τη θέλω...είμαι τόσο μικρός και ανόητος άνθρωπος που αρνιέμαι ακόμη και τη θεία έννοια της Δικαιοσύνης. Για επούλωση πληγών μιλάω...για γάζες καρδιάς...για ελάφρυνση ψυχών...η αδικία πάει, δεν επιστρέφεται,αλλά καμιά φορά αναρωτιέμαι...απλά αναρωτιέμαι.... αν υπάρχει τρόπος να πάρει κανείς την ψυχή του πίσω....ακέραια...

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

The origin (2ο μέρος)

Παρόλ'αυτά, δε με χάλαγαν και πολύ αυτά, ίσως επειδή δεν επηρέασαν τη ζωή μου τόσο πολύ όσο ένα άλλο ζευγάρι του οικογενειακού μου δενδρυλλίου, το οποίο δεν υπήρξε ευτυχισμένο, αλλά και απ' το οποίο εξαρτάται η ύπαρξή μου: οι γονείς μου.

Σχεδόν όλες οι πηγές μου συμφωνούν σ' ένα πράγμα: ο πατήρ μου ήταν σφοδρά ερωτοχτυπημένος με τη μήτηρ μου και αυτός είχε δείξει από την αρχή το όλο ενδιαφέρον για κείνη. Η μόνη αντίθετη πηγή είναι η ίδια η μήτηρ μου, η οποία λέει άλλα αντι άλλων. Η μητέρα μου πιέστηκε πολύ για να παντρευτεί, διότι δεν ήταν ερωτευμένη με τον πατέρα. Αν και η ίδια θα το αρνιόταν, πιστεύω ότι με τον καιρό τον έχει αγαπήσει ως ένα κάποιο σημείο. Δυο παιδιά έχουν εξάλλου, μια ζωή μαζί είναι και η μητέρα δεν είναι σκληρόκαρδη. Απλά δεν παντρεύτηκε με τη θέληση της...Η μητέρα της(η γιαγιά μου δηλαδή) ήθελε πολύ τον πατήρ μου για γαμπρό και την έβριζε για να τον πάρει. Μάλιστα, την έβριζε. Ο πατήρ μου πάλι, όπως λένε, είχε πολλές θαυμάστριες και ήταν ωραίος (κάτι για το οποίο έχω τις αμφιβολίες μου, μιας και του μοιάζω, αλλά θαυμαστές δε βλέπω). Ωστόσο, εκείνος ήθελε πολύ τη μαμά. Κι έτσι, μετά από ντράβαλα, προβλήματα με το σόι και διάφορα άλλα, παντρεύτηκαν

Πρώτα έκαναν εμένα. Στην αρχή φαινόντουσαν εντάξει ζευγάρι και έδειχναν ενωμένοι με το μικρό παιδάκι τους. Έτσι έβλεπα εγώ τουλάχιστον. Ή έτσι θυμάμαι. Ή έτσι πιστεύω ότι έβλεπαν οι άλλοι. Οι σκοτωμοί και οι φωνές άρχισαν να πέφτουν όταν η μαμά άρχισε να δουλεύει στο νοσοκομείο και το σπίτι δεν ήταν πάντα στην εντέλεια. Τότε θαρρώ άρχισαν και οι δικές μου...αγγαρείες.

Το κύριο παράπονο μου θα είναι πάντα ένα: ο μπαμπάς, αν και δεν είχε κακή πρόθεση για τίποτα, ούτε όταν διέταζε, ούτε όταν σ' έβαζε να κάνεις δουλειές, τα έκανε όλα με πολύ άγριο και απότομο τρόπο και πάντα με νεύρα, πολλά νεύρα. Δυστυχώς για κείνον, εγώ ήμουν ήσυχο κι αργόσχολο παιδί και δε σκάμπαζα από δουλειές. Έμοιασα στη μαμά στα πρώτα φαίνεται. Εκείνη σπάνια θα μου φώναζε, έως ότου εκεί, κάπου στα δώδεκα, γεννήθηκε η αδελφή μου.

Η καινούρια ζωούλα έφερε μεγάλη αλλαγή στο σπίτι μας. Τότε ήταν που τα πράγματα άρχισαν να γίνονται χειρότερα. Η μητέρα κουραζόταν, δεν έκανε όλες τις δουλειές, ο πατέρας ήταν ακατάστατος και αντί να διατηρεί το σπίτι καθαρό, το διέλυε. Και μετά έφταιγα εγώ που δε βοήθαγα και βαριόμουνα τις δουλειές. Μα αλήθεια, είναι στο χαρακτήρα μου να βαριέμαι τις δουλειές του σπιτιού και αν και μάλλον φταίω εγώ γι' αυτό (εκτός από τ' ότι γεννήθηκα!), ήμουν αργόσχολη και ήρεμη στις κινήσεις μου. Ήμουν. Όσο πέρναγε ο καιρός, το μωρό μεγάλωνε. Όταν πάθαινε κάτι, έβηχε ή αρρώσταινε, στο σπίτι γινόταν χαμός. Φωνές, απειλές, σκοτωμός. Επειδή εμείς φταίγαμε που δεν προσέχαμε καλά το παιδί. Μας απευθυνόταν πάντα στο "εσείς", δηλαδή εμένα και τη μαμά. Ήμασταν στο ίδιο σακούλι πάντα.


Κι όλα αυτά γίνονταν και τα αναφέρω, επειδή ο πατέρας ξεσπούσε σε μένα για όλα όσα ένιωθε για τη μαμά, όπως νεύρα, θυμό και τόσα άλλα. Καυγάδιζαν συνέχεια μεταξύ τους, αλλά καμιά σχέση με τις σκηνές που γίνονταν μπροστά μου και σ' αυτά που αντιμετώπιζα εγώ όταν έμενα μόνη με το μπαμπά. Βρισιές, δουλειές και ξεφτίλα. Κι όλα αυτά επειδή ο πατήρ ήξερε πως η μαμά αδιαφορούσε για ό,τι της έλεγε εκείνος και για να την επηρεάσει, ό,τι ήθελε να της ..."πει", το "έλεγε" σε μένα. Ξεσπούσε πάνω της με το χειρότερο τρόπο, πληγώνοντάς την αλλιώς. Κι αυτό γιατί ήθελε συνέχεια την προσοχή της, γιατί η μαμά πρόσεχε πιο πολύ τα παιδιά της, παρά εκείνον και τα του οίκου. Κι αυτός ήθελε τόσο πολύ την προσοχή της, που πιθανόν να ζήλευε και τα ίδια του τα παιδιά. Δε γελιέμαι.

Παρόλ' αυτά χέρι δε σήκωνε ποτέ πάνω της ή... μπροστά της. Τη σεβόταν σ' αυτό το σημείο ο πατήρ μου, αλλά ο σεβασμός του αυτός σε άλλα θέματα ήταν ελεινός.Όποτε είχε τα νεύρα του, έλεγε από δω κι από κει το ότι η μαμά παραμελούσε το σπίτι. Κι αυτό ήταν ψέμα. Απλά το σπίτι μας ποτέ δεν ήταν στην εντέλεια. Και ποτέ δε κατάλαβα γιατί θα πρεπε να είναι.

Οι καυγάδες αυτοί πήγαιναν κι έρχονταν. Είτε το πρόβλημα ήταν το ότι είχαμε ξεμείνει σαββατιάτικα από αλάτι και δε το χαμε πάρει χαμπάρι, είτε το ότι δεν υπήρχε αμοιβαίος έρωτας (ή ό,τι άλλο αμοιβαίο έχει ένα ζευγάρι) ή η ήρεμη φύση της μαμάς ερχόταν σε αντίθεση με τη νευρική και υπερκινητική φύση του πατρός ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Το αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η μέρα που ο μπαμπάς μάζεψε τα πράγματά του και πήγε να κοιμηθεί στην αποθήκη. Τότε οι γονείς άρχισαν να μιλάνε για διαζύγιο. Και δεν ήταν η πρώτη φορά, αν θυμάμαι καλά. Παιδάκι του δημοτικού ήμουν ακόμα, όταν ένα βράδυ τη μέρα των γενεθλίων μου, πάλι τσακώθηκαν οι γονείς μου (πρέπει να ξύπνησα από καμιά ντουζίνα πιάτα που έσπασαν) και τους άκουγα που μίλαγαν για διαζύγια. Μπροστά μου σε κάποια φάση. Η αδελφή δεν υπήρχε τότε.

Ώρες ώρες σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, εάν οι δικοί μου έπαιρναν το διαζύγιο τότε. Το μόνο μεγάλο δώρο που μου έκαναν μετά τη ζωή μου, ήταν η ζωή της αδελφής μου. Τους είμαι ευγνώμων γι' αυτό. Θα τους ήμουν βέβαια λίγο περισσότερο ευγνώμων εάν περιόριζαν τα καυγαδάκια τους που και που. Σε κάνει να νιώθεις λιγότερο ένοχος μερικές φορές. Και ο πόνος ελαχιστοποιείται. Αυτά ένιωθα εγώ. Μόνη. Η αδελφή ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει.

Παρόλ' αυτά οι δικοί μου δε χώρισαν. Ο λόγος; Μια πολύ συγκινητική φρασούλα του πατρός στη μητέρα μου. "Μπορεί να είσαι βρωμιάρα, αλλά σ' αγαπώ". Το ξέρω. Τέτοια πράγματα δε γράφονται για να διαβάζονται. Αλλά πώς μπορούν να λέγονται τότε; Ακόμη δεν κατάλαβα...

Ως τώρα λοιπόν, οι δικοί μου είναι μαζί, ζευγάρι, οικογένεια. Είναι ένας έγγαμος βίος που αν και με πολλά σκαμπανεβάσματα, υπήρξε συνεχής. Παρά τα νεύρα και τους καυγάδες διατηρήθηκε. Ελπίζω για καλό. Της αδελφής μου πάντα. Εγώ είμαι πια μεγάλη κι έχω δει πολλά καλά...

Αλλά κι αυτό εδώ που γράφω για καλό το κάνω. Μπας και σπάσω μια.."κατάρα". Την "κατάρα" του οικογενειακού μου δενδρυλλίου. Όχι τίποτ'άλλο, αλλά πέραν των όσων έχω ακούσει και δει στον οικογενειακό μου βίο μέχρι τώρα κι ακόμη πιο πέραν του πως με έχουν επηρεάσει όλ' αυτά, πολλές φορές όντας ηλίθιος άνθρωπος που σκέφτεται πολλά άχρηστα (και πάνω απ' όλα αμπελοφιλοσοφεί), με πονάει το να ξέρω ότι προήλθα από μια σειρά άτυχων και δυστυχισμένων συνευρέσεων υπό την λευκή ταμπελίτσα του γάμου. Κι ακόμα περισσότερο με πονάει το άγνωστο, αυτό που δεν έχει έρθει. Διότι κανείς δε μου υπόσχεται ότι θα πραγματοποιηθεί για μένα ένα απ' τα όνειρα κάθε νέου ανθρώπου, να γνωρίσει τον έρωτα και να παραμείνει μ' αυτόν ως τα γεράματα, να τον ζει. Ναι, θα πονέσει αυτό, εάν δε γίνει. Αλλά ακόμα περισσότερο θα μ' εκνευρίσει το να γίνω η συνέχεια άλλου ενός τυχαίου γάμου, μιας τυχαίας συνεύρεσης, μιας τυχαίας ζωής. Δεν αμφισβητώ την τύχη ή το τυχαίο. Απλά με πονάει το μάταιο. Γιατί πότε ήταν το μάταιο πηγή ευτυχίας;;

Αυτά για τις ρίζες μου. Αυτά για τον εαυτούλη μου. Και ελπίζω να είναι από τα ελάχιστα που θα διαβαστούν. Δε θέλω να είμαι αχάριστη με τη ζωή που μου δόθηκε, αλλά ώρες ώρες πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να μην είχα γεννηθεί καθόλου. Για να μπορούσαν οι δικοί μου να είναι με κάποιον άλλο σύντροφο, ευτυχισμένοι. Ίσως. Αλλά αυτό δε γίνεται...μάλλον επειδή γεννήθηκα ήδη. Όχι από έρωτα, αλλά έστω υπήρξα. Κι ελπίζω ν' αποδειχτεί ότι η ύπαρξή μου δεν είναι τόσο μάταια...



Το κείμενο γράφτηκε έχοντας υπ' όψιν τη γνώση και το μεγάλο ενδιαφέρον των γονέων μου για τα κείμενά μου, τα οποία μάλλον δεν πρόκειται να διαβάσουν ποτέ.

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

The origin (μέρος 1ο)

Θα μπορούσα ν' αρχίσω την αφήγησή μου με το κλασσικό ερώτημα που κατα καιρούς απασχολεί τους ανθρώπους που... αμπελοφιλοσοφούν. Γιατί γεννήθηκα; Γιατί στο καλό γεννήθηκα; Δε θ' απαντήσω. Όχι επειδή δε βρίσκω απάντηση, αλλά επειδή και να βρισκα, δε νομίζω να υπήρχε καμιά διαφορά. Εξάλλου, δε νομίζω οτι η απάντηση θα μπορούσε να μου δώσει λύσεις. Απλά γεννήθηκα. Για να τυρρανάω και να τυρρανιέμαι...





Δεν υπήρξα καρπός του έρωτα, ούτε παιδί ευτυχισμένου γάμου. Απ' ότι φαίνεται, απλά υπήρξα. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στην Πρώην Σοβιετική Ένωση, εκεί όπου γεννήθηκαν, έζησαν και μεγάλωσαν ως βλαστάρια Ποντίων Προσφύγων. Εκεί ενσωματώθηκαν στο μπούγιο των ντόπιων, αν και πάντα υπήρχε μια διαχωριστική γραμμή χρώμματος γαλάζιου ανάμεσά τους. Και οι παππούδες μου εκεί γνωρίστηκαν, έζησαν κι έκαναν παιδιά, συνέχισαν τη ζωή τους όπως τους την παρέδωσαν οι δικοί τους γονείς, οι πρόφυγες που στάλθηκαν στην Ασία απο τον Στάλιν, επειδή (και καλά) είχαν Ελληνικά διαβατήρια. Ή ίσως για κάποιον άλλο λόγο, τον οποίο ντροπή μου που δεν γνωρίζω. Αυτή τη στιγμή όμως, άλλο θέλω να ...ιστορίσω ως εκεί που πραγματικά ξέρω, αρχίζοντας απο τους παππούδες μου.

Οι γονείς τους πατέρα μου γνωρίστηκαν αρχικά ως κουνιάδοι. Η γιαγιά ήταν στο επάγγελμα μαθηματικός, απόφοιτη πανεπιστημείου παρακαλώ και απ' όσο ξέρω ήταν λογοδοσμένη με τον αδελφό του παππού μου, ο οποίος αργότερα πέθανε. Ο χαμός του παιδιού ήταν μεγάλος, αλλά το ίδιο και της νύφης απ' ότι φαίνεται. Έτσι, μετά απο προτροπή και θέληση της μητέρας του ο παππούς μου δέχτηκε να παντρευτεί την πρώην μέλλουσα κουνιάδα του, η οποία πλέον θα λεγόταν μέλλουσα γυναίκα του. Κι έτσι έγινε.

Λέγεται οτι οι παππούδες μου ήταν πολύ δημοφιλείς στην πόλη τους. Είχαν ένα μεγάλο σπίτι με αυλή και πολλά κατοικίδια ζωάκια, όπου δέχονταν τους φίλους τους (φίλους του παππού δηλαδή) και μαζί έκαναν δυο παιδιά, τον πατέρα μου και την αδελφή του. Ναι, οι παπούδες μου είχαν ένα "καλό" όνομα στην κοινωνία (λόγω του επαγγέλματος της γιαγιάς of course), αλλά αμφιβάλλω εαν ο γάμος τους υπήρξε έστω και λίγο ευτυχισμένος. Η γιαγιά αγαπούσε τον παππού λένε, εκείνος όχι. Δε τη σεβόταν, δε της φερόταν καλά (δε γνωρίζω αν στο σπίτι έπαιζαν ξύλο, αλλά χτυπήματα στον τοίχο της αυλής έπεφταν σίγουρα), αδιαφορούσε για κείνη, δε τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού ή έστω στις αντρικές δουλειές και πάνω απ' όλα δεν της έδειχνε κανένα ενδιαφέρον, ούτε ως γυναίκα, ούτε ως γυναίκα του. Η γιαγιά βέβαια, επειδή οι εποχές ήταν τέτοιες, δεν ύψωνε φωνή, ούτε επικοινωνούσε μαζί του σαν άνθρωπος. Αυτό που έκανε όμως ήταν να τον ζηλεύει για τα πάντα. Κι έτσι έζησαν τη ζωή τους μέσα στο δήθεν και την καταπίεση. Έτσι μεγάλωσε και ο πατέρας μου, ο οποίος δασκαλεύτηκε απο τη γιαγιά να κάνει όλες τις βαριές δουλειές του σπιτιού και του κήπου, δουλειές που θα πρεπε να κάνει ο παππούς. Και δε νομίζω να του έδειξαν την παραμικρή εκτίμηση γι' αυτό. Ίσα ίσα, ζώντας σ' ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον, ο πατέρας μου μάλλον έζησε σκληρά τα παιδικά του χρόνια και κρίνοντας απο τον τρόπο που με μεγάλωσε και μου φερόταν εμένα απο μικρή, πιστεύω οτι όχι μόνο δεν αναπτύχθηκε συναισθηματικά, αλλά ούτε γνώρισε οικογενειακή θαλπωρή και αγάπη στη δική του οικογένεια. Δυστυχώς αυτά τα συμπεράσματα έχω βγάλει για τον πατέρα μου. Όσο για τη μάνα του, τη γιαγιά; Γύρω στα δεκαεφτά κι ενώ είχα ακόμη την ιδέα του αγνού και αγαθού στο μυαλό μου, σοκαρίστηκα όταν έμαθα οτι ο παππούς μου απατούσε κανονικότατα και με το νόμο τη γιαγιά, ενώ όλοι το γνώριζαν. Αυτός ο κατα τα άλλα αυστηρός και όλος άξιος παραδείγματος και σεβασμού παλιόγερος φόραγε κέρατο στη γυναίκα του. Ο παππούς μου. Νομίζω οτι είναι ξεκάθαρο το οτι αυτός ο γάμος δεν υπήρξε ευτυχισμένος. Κι αν ακόμη αμφιβάλλει κανείς, ας έρθει καμιά μέρα απο δω ν' ακούσει τα βρισίδια που κοπανάει η γιαγιά στον παππού πίσω απο την πλάτη του.

Οι γονείς της μητέρας μου πάλι, δεν είχαν καθόλου καλύτερη σχέση. Ο άλλος παππούς και η γιαγιά παντρεύτηκαν, επειδή άρεσαν στην αρχή ο ένας στον άλλο. Αργότερα έγιναν όλα.... να μην πω πως. Η γιαγιά αυτή, απ' την οποία πήρα και το όνομά μου, βρίζει συχνά τον άντρα της, επειδή λέει οτι έπινε. Η μητέρα μου λέει οτι οι γονείς της καυγάδιζαν τόσο πολύ και τόσο δυνατά, χωρίς ίχνος ντροπής που ακούγονταν σε όλο το στενό. Τούτοι εδώ οι άνθρωποι πιστεύω οτι δεν τα βρήκαν, διότι ήταν πολύ διαφορετικοί. Η γιαγιά μου, όπως την ξέρω είναι άνθρωπος έξω καρδιά και πηγαίνει απο δω κι απο κει όλη την ώρα. Η κοινωνικότητά της δεν έχει όρια. Ο παππούς λένε οτι ήταν μυστήριος και κλειστός τύπος, δεν του άρεσαν οι επισκέψεις και γενικά δεν ήταν των κοινωνικών σχέσεων όπως η γιαγιά. Εδώ οι φουσκωμένες πληροφορίες λείπουν, διότι λείπει και η ίδια η παρουσία του παππού. Δε τον γνώρισα ποτέ και δε μου μιλάνε συχνά για κείνον. Κι πλέον δεν ασχολούμαι και πολύ. Το μόνο σίγουρο είναι οτι απο τις ιστορίσεις της ίδιας της γιαγιάς, αλλά και κοντινών προσώπων, έβγαλα το συμπέρασμα οτι ούτε αυτός ο γάμος υπήρξε ευτυχισμένος.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Ονειροπαγίδα σε απόγνωση 2

Κλαίει, οδύρεται μίζερη η ονειροπαγίδα

"Όνειρο τούτου του παιδιού ακόμη δε ματαείδα..."

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Ονειροπαγίδα σε απόγνωση



Θα πεθάνω. Τέτοιος πόνος δεν αντέχεται.

Θα πεθάνω σας λέω.

Μη σας νοιάζει. Γιατί να σας νοιάζει;

Αλλο ένα μοιρολατρικό ποίημα σωστά;

Δε σας λέει τίποτα, είναι μόνο άδειες λέξεις.

Ούτε κάτι ιερό, ούτε ανίερο κουβαλάει μέσα του
μπας και σας δελεάσει να το διαβάσετε. Ούτε κάτι απόκρυφο. Ούτε καν κάτι ρεαλιστικό.

Κι όμως, πίσω απ' αυτό το ποίημα κρύβεται ένας ολόκληρος άνθρωπος, χωρίς αρχή, μέση, τέλος, ιστορία. Είναι απλά ένας άνθρωπος.

Κλαίω τώρα που γράφω, το ξέρετε;
Θα πεθάνω σας λέω αν συνεχίσω έτσι. Μη σας νοιάζει.

Τι κάθεστε και διαβάζετε το τίποτα, κορόιδα;
Τσακιστείτε απ' το γραπτό μου.